Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
View word page
σκυλοφόρος
receiving the spoil

ShortDef

receiving the spoil

Debugging

Headword:
σκυλοφόρος
Headword (normalized):
σκυλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκυλοφορος
IDX:
80600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80601
Key:

Data

{'content': 'receiving the spoil'}