Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
View word page
ἀγρότης
a country-man, rustic

ShortDef

a country-man, rustic

Debugging

Headword:
ἀγρότης
Headword (normalized):
ἀγρότης
Headword (normalized/stripped):
αγροτης
IDX:
805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-806
Key:

Data

{'content': 'a country-man, rustic'}