Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
View word page
σκυλοδεψέω
to tan hides
ShortDef
to tan hides
Debugging
Headword:
σκυλοδεψέω
Headword (normalized):
σκυλοδεψέω
Headword (normalized/stripped):
σκυλοδεψεω
IDX:
80596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80597
Key:
Data
{'content': 'to tan hides'}