Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
View word page
σκυλμώδης
troublesome, bringing trouble

ShortDef

troublesome, bringing trouble

Debugging

Headword:
σκυλμώδης
Headword (normalized):
σκυλμώδης
Headword (normalized/stripped):
σκυλμωδης
IDX:
80595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80596
Key:

Data

{'content': 'troublesome, bringing trouble'}