Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
View word page
σκυλμός
rending, mangling

ShortDef

rending, mangling

Debugging

Headword:
σκυλμός
Headword (normalized):
σκυλμός
Headword (normalized/stripped):
σκυλμος
IDX:
80594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80595
Key:

Data

{'content': 'rending, mangling'}