Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
View word page
σκύλμα
hair plucked out
ShortDef
hair plucked out
Debugging
Headword:
σκύλμα
Headword (normalized):
σκύλμα
Headword (normalized/stripped):
σκυλμα
IDX:
80593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80594
Key:
Data
{'content': 'hair plucked out'}