Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
View word page
Σκυλλίτας
god of the σκυλλίς

ShortDef

god of the σκυλλίς

Debugging

Headword:
Σκυλλίτας
Headword (normalized):
σκυλλίτας
Headword (normalized/stripped):
σκυλλιτας
IDX:
80590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80591
Key:

Data

{'content': 'god of the σκυλλίς'}