Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
View word page
σκυλήτρια
she who strips a slain enemy
ShortDef
she who strips a slain enemy
Debugging
Headword:
σκυλήτρια
Headword (normalized):
σκυλήτρια
Headword (normalized/stripped):
σκυλητρια
IDX:
80586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80587
Key:
Data
{'content': 'she who strips a slain enemy'}