Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
View word page
σκυλεύω
to strip

ShortDef

to strip

Debugging

Headword:
σκυλεύω
Headword (normalized):
σκυλεύω
Headword (normalized/stripped):
σκυλευω
IDX:
80584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80585
Key:

Data

{'content': 'to strip'}