Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
σκύλμα
View word page
σκυλευτικός
stripping a slain enemy

ShortDef

stripping a slain enemy

Debugging

Headword:
σκυλευτικός
Headword (normalized):
σκυλευτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυλευτικος
IDX:
80583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80584
Key:

Data

{'content': 'stripping a slain enemy'}