Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
σκύλλω
View word page
σκυλευτής
one who strips a slain enemy
ShortDef
one who strips a slain enemy
Debugging
Headword:
σκυλευτής
Headword (normalized):
σκυλευτής
Headword (normalized/stripped):
σκυλευτης
IDX:
80582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80583
Key:
Data
{'content': 'one who strips a slain enemy'}