Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
σκυλλοπνίκτης
View word page
σκύλευμα
the arms stript off a slain enemy, spoils
ShortDef
the arms stript off a slain enemy, spoils
Debugging
Headword:
σκύλευμα
Headword (normalized):
σκύλευμα
Headword (normalized/stripped):
σκυλευμα
IDX:
80581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80582
Key:
Data
{'content': 'the arms stript off a slain enemy, spoils'}