Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
Σκυλλίτας
View word page
σκυλεία
despoiling, plundering

ShortDef

despoiling, plundering

Debugging

Headword:
σκυλεία
Headword (normalized):
σκυλεία
Headword (normalized/stripped):
σκυλεια
IDX:
80580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80581
Key:

Data

{'content': 'despoiling, plundering'}