Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
Σκύλλα
Σκύλλη
View word page
σκύλαξ
a young dog, whelp, puppy

ShortDef

a young dog, whelp, puppy

Debugging

Headword:
σκύλαξ
Headword (normalized):
σκύλαξ
Headword (normalized/stripped):
σκυλαξ
IDX:
80579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80580
Key:

Data

{'content': 'a young dog, whelp, puppy'}