Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκυλεία
σκύλευμα
σκυλευτής
σκυλευτικός
σκυλεύω
Σκύλης
σκυλήτρια
σκύλιον
View word page
σκυλακοτρόφος
breeding or rearing dogs

ShortDef

breeding or rearing dogs

Debugging

Headword:
σκυλακοτρόφος
Headword (normalized):
σκυλακοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
σκυλακοτροφος
IDX:
80577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80578
Key:

Data

{'content': 'breeding or rearing dogs'}