Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
σκύλαξ
View word page
σκυλακευτικός
of or for puppies

ShortDef

of or for puppies

Debugging

Headword:
σκυλακευτικός
Headword (normalized):
σκυλακευτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυλακευτικος
IDX:
80569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80570
Key:

Data

{'content': 'of or for puppies'}