Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
View word page
ἄνορθος
sloping

ShortDef

sloping

Debugging

Headword:
ἄνορθος
Headword (normalized):
ἄνορθος
Headword (normalized/stripped):
ανορθος
IDX:
8056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8057
Key:

Data

{'content': 'sloping'}