Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
σκυλακώδης
View word page
σκυλακευτής
dog-trainer
ShortDef
dog-trainer
Debugging
Headword:
σκυλακευτής
Headword (normalized):
σκυλακευτής
Headword (normalized/stripped):
σκυλακευτης
IDX:
80568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80569
Key:
Data
{'content': 'dog-trainer'}