Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακῖτις
σκυλακοδρόμος
σκυλακοκτόνος
σκυλακοτροφία
σκυλακοτροφικός
σκυλακοτρόφος
View word page
σκυλάκευμα
a whelp, cub
ShortDef
a whelp, cub
Debugging
Headword:
σκυλάκευμα
Headword (normalized):
σκυλάκευμα
Headword (normalized/stripped):
σκυλακευμα
IDX:
80567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80568
Key:
Data
{'content': 'a whelp, cub'}