Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
Σκυθόπολις
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
σκυλακεύω
σκυλάκιον
View word page
σκυθρωπασμός
sadness of countenance

ShortDef

sadness of countenance

Debugging

Headword:
σκυθρωπασμός
Headword (normalized):
σκυθρωπασμός
Headword (normalized/stripped):
σκυθρωπασμος
IDX:
80561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80562
Key:

Data

{'content': 'sadness of countenance'}