Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
Σκυθόπολις
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
σκυλακευτικός
View word page
σκυθρός
angry, sullen
ShortDef
angry, sullen
Debugging
Headword:
σκυθρός
Headword (normalized):
σκυθρός
Headword (normalized/stripped):
σκυθρος
IDX:
80559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80560
Key:
Data
{'content': 'angry, sullen'}