Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύζομαι
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
Σκυθόπολις
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπασμός
σκυθρωπός
σκυθρωπότης
σκυλακαγέτις
σκυλακεία
σκυλάκειος
σκυλάκευμα
σκυλακευτής
View word page
σκυθράζω
to be angry, peevish

ShortDef

to be angry, peevish

Debugging

Headword:
σκυθράζω
Headword (normalized):
σκυθράζω
Headword (normalized/stripped):
σκυθραζω
IDX:
80558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80559
Key:

Data

{'content': 'to be angry, peevish'}