Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδμαίνω
σκύζα
σκυζάω
σκύζησις
σκύζομαι
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
Σκυθόπολις
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
View word page
σκύζομαι
to be angry

ShortDef

to be angry

Debugging

Headword:
σκύζομαι
Headword (normalized):
σκύζομαι
Headword (normalized/stripped):
σκυζομαι
IDX:
80548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80549
Key:

Data

{'content': 'to be angry'}