Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκρίνιον
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδμαίνω
σκύζα
σκυζάω
σκύζησις
σκύζομαι
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
Σκυθόπολις
View word page
σκυζάω
to be in heat
ShortDef
to be in heat
Debugging
Headword:
σκυζάω
Headword (normalized):
σκυζάω
Headword (normalized/stripped):
σκυζαω
IDX:
80546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80547
Key:
Data
{'content': 'to be in heat'}