Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκρινιάριος
σκρίνιον
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδμαίνω
σκύζα
σκυζάω
σκύζησις
σκύζομαι
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθισμός
Σκυθιστί
View word page
σκύζα
lust

ShortDef

lust

Debugging

Headword:
σκύζα
Headword (normalized):
σκύζα
Headword (normalized/stripped):
σκυζα
IDX:
80545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80546
Key:

Data

{'content': 'lust'}