Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
σκυδμαίνω
σκύζα
σκυζάω
σκύζησις
σκύζομαι
Σκυθάριον
Σκύθας
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθικός
View word page
σκυβλίζω
defile, desecrate

ShortDef

defile, desecrate

Debugging

Headword:
σκυβλίζω
Headword (normalized):
σκυβλίζω
Headword (normalized/stripped):
σκυβλιζω
IDX:
80543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80544
Key:

Data

{'content': 'defile, desecrate'}