Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
View word page
ἀνόρεκτος
without appetite for

ShortDef

without appetite for

Debugging

Headword:
ἀνόρεκτος
Headword (normalized):
ἀνόρεκτος
Headword (normalized/stripped):
ανορεκτος
IDX:
8053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8054
Key:

Data

{'content': 'without appetite for'}