Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
σκυβλίζω
View word page
σκούτλωσις
chequered work
ShortDef
chequered work
Debugging
Headword:
σκούτλωσις
Headword (normalized):
σκούτλωσις
Headword (normalized/stripped):
σκουτλωσις
IDX:
80533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80534
Key:
Data
{'content': 'chequered work'}