Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοτώδης
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκρινιάριος
σκρίνιον
σκυβαλίζω
σκυβαλικός
σκυβαλισμός
σκύβαλον
σκυβαλώδης
Σκυβελίτης
View word page
σκουτλόω
decorate with mosaics

ShortDef

decorate with mosaics

Debugging

Headword:
σκουτλόω
Headword (normalized):
σκουτλόω
Headword (normalized/stripped):
σκουτλοω
IDX:
80532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80533
Key:

Data

{'content': 'decorate with mosaics'}