Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
View word page
ἀνορεκτέω
have no appetite
ShortDef
have no appetite
Debugging
Headword:
ἀνορεκτέω
Headword (normalized):
ἀνορεκτέω
Headword (normalized/stripped):
ανορεκτεω
IDX:
8052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8053
Key:
Data
{'content': 'have no appetite'}