Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκότος
Σκοτοῦσσα
Σκοτουσσαῖος
σκοτοφεγγής
σκοτόφρων
σκοτόω
σκοτώδης
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκρινιάριος
σκρίνιον
View word page
σκότωσις
darkening, eclipse

ShortDef

darkening, eclipse

Debugging

Headword:
σκότωσις
Headword (normalized):
σκότωσις
Headword (normalized/stripped):
σκοτωσις
IDX:
80526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80527
Key:

Data

{'content': 'darkening, eclipse'}