Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοτοποιός
σκότος
Σκοτοῦσσα
Σκοτουσσαῖος
σκοτοφεγγής
σκοτόφρων
σκοτόω
σκοτώδης
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
σκούτλωσις
σκουτουλᾶτος
σκρινιάριος
View word page
σκοτωματικός
causing dizziness

ShortDef

causing dizziness

Debugging

Headword:
σκοτωματικός
Headword (normalized):
σκοτωματικός
Headword (normalized/stripped):
σκοτωματικος
IDX:
80525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80526
Key:

Data

{'content': 'causing dizziness'}