Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοτομήνη
σκοτομηνία
σκοτομήνιος
σκοτοποιός
σκότος
Σκοτοῦσσα
Σκοτουσσαῖος
σκοτοφεγγής
σκοτόφρων
σκοτόω
σκοτώδης
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
σκότωσις
σκοῦτα
σκουτάριος
σκουτέλλιον
σκούτλα
σκουτλάριος
σκουτλόω
View word page
σκοτώδης
dark

ShortDef

dark

Debugging

Headword:
σκοτώδης
Headword (normalized):
σκοτώδης
Headword (normalized/stripped):
σκοτωδης
IDX:
80522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80523
Key:

Data

{'content': 'dark'}