Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
View word page
ἀνορέγω
hand up
ShortDef
hand up
Debugging
Headword:
ἀνορέγω
Headword (normalized):
ἀνορέγω
Headword (normalized/stripped):
ανορεγω
IDX:
8051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8052
Key:
Data
{'content': 'hand up'}