Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
σκοτοιβόρος
σκοτομαχέω
σκοτομήδης
σκοτομήνη
σκοτομηνία
σκοτομήνιος
σκοτοποιός
σκότος
Σκοτοῦσσα
Σκοτουσσαῖος
σκοτοφεγγής
σκοτόφρων
σκοτόω
σκοτώδης
σκοτωδία
σκότωμα
σκοτωματικός
View word page
σκοτοποιός
making darkness
ShortDef
making darkness
Debugging
Headword:
σκοτοποιός
Headword (normalized):
σκοτοποιός
Headword (normalized/stripped):
σκοτοποιος
IDX:
80515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80516
Key:
Data
{'content': 'making darkness'}