Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινία
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
σκοτοιβόρος
σκοτομαχέω
σκοτομήδης
σκοτομήνη
σκοτομηνία
σκοτομήνιος
σκοτοποιός
σκότος
Σκοτοῦσσα
Σκοτουσσαῖος
View word page
σκοτοεργός
working in the dark

ShortDef

working in the dark

Debugging

Headword:
σκοτοεργός
Headword (normalized):
σκοτοεργός
Headword (normalized/stripped):
σκοτοεργος
IDX:
80508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80509
Key:

Data

{'content': 'working in the dark'}