Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινία
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
σκοτοιβόρος
σκοτομαχέω
σκοτομήδης
σκοτομήνη
σκοτομηνία
σκοτομήνιος
σκοτοποιός
σκότος
View word page
σκοτοειδής
dark-looking

ShortDef

dark-looking

Debugging

Headword:
σκοτοειδής
Headword (normalized):
σκοτοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκοτοειδης
IDX:
80506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80507
Key:

Data

{'content': 'dark-looking'}