Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινία
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
σκοτοιβόρος
View word page
σκοτισμός
darkening

ShortDef

darkening

Debugging

Headword:
σκοτισμός
Headword (normalized):
σκοτισμός
Headword (normalized/stripped):
σκοτισμος
IDX:
80499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80500
Key:

Data

{'content': 'darkening'}