Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρόνομος
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
Ἀγροτέρα
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
View word page
ἀγροτήρ
rustic

ShortDef

rustic

Debugging

Headword:
ἀγροτήρ
Headword (normalized):
ἀγροτήρ
Headword (normalized/stripped):
αγροτηρ
IDX:
804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-805
Key:

Data

{'content': 'rustic'}