Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινία
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
σκοτόεις
σκοτοεργός
View word page
σκότιος
dark
ShortDef
dark
Debugging
Headword:
σκότιος
Headword (normalized):
σκότιος
Headword (normalized/stripped):
σκοτιος
IDX:
80498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80499
Key:
Data
{'content': 'dark'}