Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
σκοτοδινία
View word page
σκοτεινότης
darkness, obscurity

ShortDef

darkness, obscurity

Debugging

Headword:
σκοτεινότης
Headword (normalized):
σκοτεινότης
Headword (normalized/stripped):
σκοτεινοτης
IDX:
80494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80495
Key:

Data

{'content': 'darkness, obscurity'}