Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
σκοτοβινιάω
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτόδειπνος
View word page
σκοτεινός
dark

ShortDef

dark

Debugging

Headword:
σκοτεινός
Headword (normalized):
σκοτεινός
Headword (normalized/stripped):
σκοτεινος
IDX:
80493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80494
Key:

Data

{'content': 'dark'}