Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
σκοτίτας
View word page
σκοτασμός
a being

ShortDef

a being

Debugging

Headword:
σκοτασμός
Headword (normalized):
σκοτασμός
Headword (normalized/stripped):
σκοτασμος
IDX:
80490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80491
Key:

Data

{'content': 'a being'}