Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
σκοτάω
σκοτεινολογία
σκοτεινός
σκοτεινότης
σκοτία
σκοτίζω
σκοτιοέρεβος
σκότιος
σκοτισμός
View word page
σκοταῖος
in the dark
ShortDef
in the dark
Debugging
Headword:
σκοταῖος
Headword (normalized):
σκοταῖος
Headword (normalized/stripped):
σκοταιος
IDX:
80489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80490
Key:
Data
{'content': 'in the dark'}