Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
σκοταῖος
σκοτασμός
View word page
σκορπιοφόρος
producing scorpions

ShortDef

producing scorpions

Debugging

Headword:
σκορπιοφόρος
Headword (normalized):
σκορπιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκορπιοφορος
IDX:
80480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80481
Key:

Data

{'content': 'producing scorpions'}