Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομόϋλος
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἀνοράω
ἀνοργάζω
ἀνόργανος
ἀνοργίαστος
ἄνοργος
ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
View word page
ἀνοργάζω
knead up

ShortDef

knead up

Debugging

Headword:
ἀνοργάζω
Headword (normalized):
ἀνοργάζω
Headword (normalized/stripped):
ανοργαζω
IDX:
8047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8048
Key:

Data

{'content': 'knead up'}