Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
σκοτάζω
View word page
σκορπίος
a scorpion
ShortDef
a scorpion
Debugging
Headword:
σκορπίος
Headword (normalized):
σκορπίος
Headword (normalized/stripped):
σκορπιος
IDX:
80478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80479
Key:
Data
{'content': 'a scorpion'}