Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
σκορπιώδης
View word page
σκορπίον
heliotropium

ShortDef

heliotropium

Debugging

Headword:
σκορπίον
Headword (normalized):
σκορπίον
Headword (normalized/stripped):
σκορπιον
IDX:
80477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80478
Key:

Data

{'content': 'heliotropium'}