Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
σκορπιστικός
σκορπῖτις
View word page
σκορπιομάχος
fighting with scorpions

ShortDef

fighting with scorpions

Debugging

Headword:
σκορπιομάχος
Headword (normalized):
σκορπιομάχος
Headword (normalized/stripped):
σκορπιομαχος
IDX:
80476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80477
Key:

Data

{'content': 'fighting with scorpions'}