Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκοροδοφαγία
σκοροδόφθαλμος
σκοροδοφόρος
σκόρπειος
σκορπιαίνομαι
σκορπιακός
σκορπιανός
σκορπίζω
σκορπιόδηκτος
σκορπιοειδής
σκορπιόεις
σκορπίοθεν
σκορπιομάχος
σκορπίον
σκορπίος
σκορπίουρος
σκορπιοφόρος
σκορπίς
σκόρπισις
σκορπισμός
σκορπιστής
View word page
σκορπιόεις
of a scorpion

ShortDef

of a scorpion

Debugging

Headword:
σκορπιόεις
Headword (normalized):
σκορπιόεις
Headword (normalized/stripped):
σκορπιοεις
IDX:
80474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80475
Key:

Data

{'content': 'of a scorpion'}